λήμμα:> | πλόουτσοπ, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη “blowjob”. |
σημασία: | Η πεολειχία. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κάργιες, όταν το λαϊκό παιδί ανεβάζει πυρετό, απομακρύνεστε 15 μέτρα από κοντά του γιατί νομίζετε θα κολλήσετε τακαμούρι. Όταν, όμως, ο φλώρος, ο χλεχλές οδηγάει την πεβέ του πατερούλη και σας πει νομίζω ανεβάζω πυρετό, του κάνετε πλόουτσοπ νομίζοντας πως του ρουφάτε την αρρώστια, σα να βγάζετε το δηλητήριο από τον κροταλία του Αμαζονίου. |
προέλευση: | http://everydaypanos.com/post/138009384970/ |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 24-06-2016 20:14:44 PM |
συγγραφέας: | Ρούσσος Παναγιώτης και Σωτηροπούλου Ελένη |