| λήμμα:> | πριονοκορδέλα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις πριόνι και κορδέλα. |
| σημασία: | Η διάρροια. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | πριτσίνι |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Είχα ένα γάλα στο ψυγείο, έληγε στις 9, βλέπω είναι 10, λέω «δεν γαμιέται θα το πιω, τι θα πάθω;». Πριονοκορδέλα με πήγε όλη τη νύχτα. Μαλάκες, να κοιτάτε και τον μήνα. |
| προέλευση: | https://el-gr.facebook.com/permalink.php?story_fbid=705931446177177&id=213848862052107 |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 24-06-2016 20:41:39 PM |
| συγγραφέας: | Ρούσσος Παναγιώτης και Σωτηροπούλου Ελένη |