λήμμα:> | πριτσίνι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Η διάρροια που έχει την ταχύτητα του πριτσινιού όταν βγαίνει από τον πριτσιναδόρο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | πριονοκορδέλα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Σας πήγε όλους πριτσίνι; Ή έκατσε τίποτα καλό; |
προέλευση: | http://www.puntogt.gr/index.php?topic=8469.60 |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 24-06-2016 20:46:03 PM |
συγγραφέας: | Ρούσσος Παναγιώτης και Σωτηροπούλου Ελένη |