| λήμμα:> | στρατόκαυλος, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις στρατός και καύλα. |
| σημασία: | Αυτός που του αρέσει πολύ να είναι ενταγμένος και να υπηρετεί στον στρατό. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Μήπως ο 19χρονος ήταν «στρατόκαυλος φασίστας» και σκούζετε τζάμπα: Όνειρό του να καταταγεί στο Στρατό! |
| προέλευση: | dexiextrem.blogspot.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 16:51:10 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |