λήμμα:> | ντεκαυλέ |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το γαλλικό πρόθημα de, τη λέξη καύλα και το γαλλικής προέλευσης επίθημα -έ, κατά τον σχηματισμό επιθέτων όπως "κυριλέ". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο ή κάτι που δεν είναι σεξουαλικά ελκυστικό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | καυλερός, καυλωτίκ |
παραδείγματα χρήσης: | Το ντεκαυλέ είναι της μόδας. Κάτι απίστευτα αντισεξουαλικό, κάτι το οποίο το βλέπεις και σε ξενερώνει. Κάτι που δυστυχώς υφίσταται στις μέρες μας. |
προέλευση: | www.liveplastic.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 17:26:44 PM |
συγγραφέας: | Δεληγιώργη Χριστίνα |