| λήμμα:> | σφίχτερμαν, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις σφιχτός και μαν (αγγλ. man, άντρας), κατά το "σούπερμαν". |
| σημασία: | Ο μυώδης και πολύ γυμνασμένος άντρας. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Μπροστά μου τύπος: μελαχρινούρι, μάγκας (θα γίνει τσαμπουκάς –μανούρα, φάση), χουλκ στο πιο καφέ του –σφίχτερμαν, βρε αδερφέ- με κολλητό μπλουζάκι τύπου "τώρα γίνεται η έκρηξη και σου γεμίζω τη μούρη μυς και αναβολικά μαζί", το ‘χεις; |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
| γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:03:24 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |