ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  διακοπεύω/διακοπεύομαι
μέρος του λόγου:  Ρήμα
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  

Από τη λέξη διακοπές και το επίθημα -εύω.

σημασία:  

Κάνω διακοπές.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  -
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

Καλά, ρε νούμερα, με εμένα ασχολείστε ακόμα και όταν διακοπεύω; Get a life, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε.

προέλευση:  

multiforums.gr 

 

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  03-05-2014 20:25:09 PM
συγγραφέας:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.15.6.77