| λήμμα:> | διακοπεύω/διακοπεύομαι |
| μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη διακοπές και το επίθημα -εύω. |
| σημασία: | Κάνω διακοπές. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Καλά, ρε νούμερα, με εμένα ασχολείστε ακόμα και όταν διακοπεύω; Get a life, ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 20:25:09 PM |
| συγγραφέας: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |