| λήμμα:> | ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το ρήμα ταμπελιάζω/ταμπελώνω. |
| σημασία: | Το να "βάζει ταμπέλα" κανείς σε κάποιον ή κάτι. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Το πρόβλημα βρίσκεται στο ταμπέλιασμα του Τ. σαν "νεοφίλ", άμα κοιτάζαμε για τον καθένα τι λέει και όχι τι ταμπέλα τού έχουν φορέσει, θα ήταν καλύτερα. |
| προέλευση: | phorum.gr
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 13:07:44 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |