λήμμα:> | ταπηροκρανίαση, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη φράση τα πήρα στο κρανίο (έχει περάσει πλέον στο γενικό λεξιλόγιο). |
σημασία: | Λέγεται όταν κάποιος βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο Υπουργός προσπαθεί να τους το φέρει μαλακά, αλλά κάνει το λάθος να ξεστομίσει τη λέξη "επαναδιαπραγμάτευση" με αποτέλεσμα οι τροϊκανοί να προσβληθούν από καλπάζουσα ταπηροκρανίαση και να ανακοινώσουν ότι εγκαταλείπουν τη χώρα. |
προέλευση: | xasodikis.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Λεξικοποίηση (lexicalisation). |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 13:27:59 PM |
συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |