| λήμμα:> | τζαμάρω |
| μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη jam (= παίζω μουσική) και το επίθημα -άρω. |
| σημασία: | Όταν κάποιος εκτελεί μία μουσική σύνθεση είτε ομαδικά, είτε ατομικά. Επίσης, μπορεί να εκτελεί και μουσικούς αυτοσχεδιασμούς.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Εγώ παίζω Guitar hero, παίζει να τζαμάρω μαζί σας; |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 14:50:57 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |