λήμμα:> | την έχω πιστέψει (κάτι) |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Λέγεται γι’ αυτόν που θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο ή που θεωρεί ότι είναι κάτι που δεν είναι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πραγματικά νομίζει ότι αυτά που λέει είναι έξυπνα και στοχασμένα και την έχει πιστέψει πολιτικός φιλόσοφος τον τελευταίο καιρό. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 11:22:54 AM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |