λήμμα:> | την πούλεψα |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη πούλος (φράση "παίρνω τον πούλο"). |
σημασία: | α) Λέγεται όταν κάποιος παθαίνει μεγάλη ζημιά. β) Λέγεται όταν κάποιος φεύγει βιαστικά ή κρυφά, για να γλιτώσει από κάτι κτλ. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | α) τον ήπια β) γίνομαι πουλόπουλος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | α) Αν με αποκληρώσει, την πούλεψα. Τι θα κάνω; β) Το παιδί κατά την ταπεινή μου άποψη καλά έκανε και την πούλεψε για έξω γιατί εδώ δεν πρόκειται να δει προκοπή. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 11:32:08 AM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |