ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  τούμπανο
μέρος του λόγου:  Επίθετο
κλιτό/άκλιτο:  Άκλιτο
ετυμολογία:  -
σημασία:  

α) Λέγεται με ενθουσιασμό για κάποιον ή κάτι καταπληκτικό, τέλειο.

β) Χαρακτηρισμός για πολύ γυμνασμένο και μυώδες άτομο.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  

α) γαμάουα, καυλερός, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, φακάτος

β) μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, φουσκωτός, χτιστός

 

αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

α) Θέλετε τούμπανο κινητό και φθηνό ή φθηνό και απλά να είναι smartphone; Ε δείτε σε κάποια επώνυμη κινεζική εταιρεία. Καλά να 'ναι, τόσες είναι.

β) Στην πλειοψηφία εδώ πάει ο ξεκράνωτος σύννεφο, ακόμα πιο σπάνια να δεις κάποιον με μπουφάν. Χθες τον είδα πάλι, τούμπανο ο μάγκας.

προέλευση:  

α) insomnia.gr

β) mybike.gr

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  08-05-2014 17:38:39 PM
συγγραφέας:  Σωτηροπούλου Όλγα

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ τ - Τ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.223.195.127