ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  τουμπεκιάζω
μέρος του λόγου:  Ρήμα
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τη λέξη τουμπεκί (τουρκικής προέλευσης) στη φράση κάνω τουμπεκί (= σωπαίνω). Στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) αναφέρεται ρήμα "τουμπεκιάζομαι" = υποψιάζομαι, καταλαβαίνω.
σημασία:  α) Σωπαίνω (με αυτή τη σημασία απαντάται και ως "τουμπεκιάζομαι").

β) Κάνω κάποιον να σωπάσει, τον αποστομώνω.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  -
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

α)  Τότε πράγματι τι να πω; Είτε τουμπεκιάζω, είτε του λέω δίκιο έχεις. Αν σ' την έσπασα ζητάω συγνώμη δημοσίως και τουμπεκιάζομαι, ως ένδειξη μεταμέλειας.

β) Τα 9/10 του χρόνου που έχω περάσει εδώ μέσα βαρέθηκα να απαντάω σοβαρά και να τουμπεκιάζω τους ανηλίκους γαμιάδες του pc.

προέλευση:  

α) phorum.gr

β) hiphop.gr

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  09-05-2014 10:21:48 AM
συγγραφέας:  Σωτηροπούλου Όλγα

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ τ - Τ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.143.203.129