λήμμα:> | τρελάκι, το / τρελάκιας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη τρελός και το επίθημα -άκι/-άκιας. |
σημασία: | Χαϊδευτικά για τον τρελό (με θετική σημασία). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Είσαι τρελάκι και εσύ ε; Έλα κάτσε μαζί μας!! 2) Έχω πάθει πλάκα με το site σας! Είμαι λίγο τρελάκιας με τα ηλεκτρονικά και έχω κολλήσει με τις κατασκευές σας. |
προέλευση: | 1) zoo.gr/forum |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:47:20 AM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |