λήμμα:> | τρέλειος, -α, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από συμφυρμό των λέξεων τρελός και τέλειος. |
σημασία: | Ο (σούπερ) τέλειος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ποδήλατο φτιαγμένο από ξύλο; Τρέλειο. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο συμφυρμού (clipping). |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:48:43 AM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |