λήμμα:> | τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το αγγλικό trendy και το επίθημα -ουλο/-ουλας. |
σημασία: | Συνήθως ειρωνικός χαρακτηρισμός για κάποιον που ακολουθεί την τελευταία τάση της μόδας ή της τεχνολογίας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | τρεντάκιας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Βρε, και το πιο άκυρο χρώμα να σου έρθει στο μυαλό θα το δεις πάνω στο τρέντουλο. |
προέλευση: | frikipaideia.wikia.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 16-07-2014 19:14:34 PM |
συγγραφέας: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |