λήμμα:> | τρώω φρίκη |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Τρελαίνομαι, "φρικάρω" με κάτι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Παιδιά, έχω αρχίσει και τρώω φρίκη... Είμαι 12ο εξάμηνο και πρέπει μάλλον να τελειώσω σε άλλα 4. |
προέλευση: | venus.cs.aueb.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 17-07-2014 12:08:05 PM |
συγγραφέας: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |