λήμμα:> | τσάπι(ν)γκ, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τη λέξη τσάπα και την αγγλική κατάληξη -ινγκ (-ing). Βλ. http://sarantakos.wordpress.com/2013/05/29/erping/. |
σημασία: | Όρος από τη στρατιωτική αργκό. Στρατιωτική αγγαρεία καθαρισμού περιοχής από χόρτα με τη χρήση τσάπας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Το τι κουβάλημα έπεσε δεν περιγράφεται, το τι δέντρα κόπηκαν δεν περιγράφεται, μη μιλήσω για το τσάπινγκ και τα χορτοκοπτικά. 2) Πήγα αποφασισμένος για όλα. Αρχικά κλάδεψα σύριζα τις επιφανειακές ρίζες που προεξείχαν από το φυτό. Έπειτα, ξεκίνησα το τσάπινγκ με το σκαλιστήρι μου και σιγά σιγά έφαγα από κάτω το χώμα και τις ρίζες και τελικά το ξεπάστρεψα χωρίς χημικά. |
προέλευση: |
2) gewponoi.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 29-07-2014 11:46:25 AM |
συγγραφέας: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |