λήμμα:> | τυροβρομίκουλας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις τυρί και βρόμικος, με το επίθημα -ουλας. |
σημασία: | Αυτός που "μυρίζει τυρί", ο βρομιάρης. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μπίχλας, μπιχλιάρης, χλέμπουρας |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Κατά 99,9% θα υπάρχει στον θάλαμο ο κλασικός "φοβάμαι το νερό" τυροβρομίκουλας! Ελπίζω για το καλό σας να είναι μόνο ένας!
|
προέλευση: | 1) forum.thiteia.org
2) insomnia.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 29-07-2014 14:29:28 PM |
συγγραφέας: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |