λήμμα:> | τα κάνω τούμπανο |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Εκνευρίζω υπερβολικά κάποιον. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | τα κάνω τσουρέκια |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Είπα ας περπατήσω να πάρω λίγο αέρα και πέφτω σε μια γνωστή που μου τα έκανε τούμπανο… |
προέλευση: | stardome |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-08-2014 22:04:07 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |