lemma:> | βλακόβλακας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την επανάληψη της λέξης βλάκας. |
meaning: | Βλάκας σε υπερθετικό βαθμό. |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, ζάβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ |
opposites: | - |
examples of use: | Ήμουν ηλίθιος, ανώριμος, βλακόβλακας πιτσιρικάς που κάπνιζα τότε.
|
source: |
|
linguistic classification: | Διπλασιασμός, για επίταση. |
registered in dbase: | 30-04-2014 19:13:19 PM |
author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |