lemma:> | βυζοχαράδρα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις βυζί και χαράδρα. |
meaning: | Η γραμμή μεταξύ των γυναικείων μαστών. |
thematic category: | - |
synonyms: | βυζοχωρίστρα |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Έρχεται κουνούπι, κόβει σβούρες, μπαίνει στη βυζοχαράδρα, το σκοτώνεις. Απλά πράγματα. 2) Ρωτήστε πιτσαδόρους, ας πούμε, και αν βρείτε έστω και έναν που του ΄τυχε 50αρα μόνο με εσώρουχα και το 50ευρο στη βυζοχαράδρα να με χέσετε. |
source: | 1) malakologies.denuparxei.info 2) lifo.gr
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 19:52:40 PM |
author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |