lemma:> | κομπλέξας, ο, κομπλέξω, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη κόμπλεξ. |
meaning: | Ο κομπλεξικός. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Δεν είναι κακό, ρε, να γουστάρεις και μια γκόμενα που δεν έχει αναλογίες στέκας του μπιλιάρδου. Και μη βρεθεί κανένας κομπλέξας ή καμία κομπλέξω και πει τώρα ότι είναι σεξιστικό αυτό το σχόλιο, και να κοπεί, και σου ’πα μου ’πες, και τρίχες κατσαρές, γιατί θα τα πάρω μετά. Εντάξει; |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 14:39:21 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |