| lemma:> | κοψοφλεβιά |
| part of speech:> | Adverb |
| inflective/noninflective: | Noninflective |
| etymology: | Από τη φράση κόβω φλέβα και το επίθημα -ιά. |
| meaning: | Χαρακτηρισμός για κάτι με το οποίο "κόβουμε φλέβες", π.χ. κάτι υπερβολικά βαρετό ή καταθλιπτικό κτλ.
|
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | 1) Κάποια στιγμή σήμερα έπρεπε να πάω σε ακόμα μία παρουσίαση/ομιλία κοψοφλεβιά και ήμουν περισσότερο ζοχαδιασμένος από το κανονικό, γιατί δε μου έφταναν όλα τα άλλα, ήταν και ψιλοχάλια η κατάσταση. 2) Τα πιο παράφωνα ντουέτα τα κάναμε στο αμάξι φίλου με κοψοφλεβιά τραγούδια να κλαιγόμαστε για τελειωμένες σχέσεις. Αλλά γουστάραμε... |
| source: |
|
| linguistic classification: | Λεξικοποίηση (lexicalisation). |
| registered in dbase: | 04-05-2014 19:22:49 PM |
| author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |