ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  καμένος, -η, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Επιθετοποιημένη μετοχή του ρήματος καίω.
meaning:  Αρχικά χρησιμοποιούνταν για τους αλκοολικούς και τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που από την υπερβολική χρήση θεωρούνταν πως έχουν κάψει εγκεφαλικά κύτταρα. Πλέον ο όρος χαρακτηρίζει κάποιον που αφιερώνει πάρα πολλές ώρες σε μια δραστηριότητα, κυρίως βιντεοπαιχνίδια, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις δραστηριότητες που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί σημαντικές.
thematic category:  -
synonyms:  καΐδι, καΐλας, κατεστραμμένος
opposites:  -
examples of use:  Είμαι καμένος που σήμερα στη σχολή κάθε φορά που μου έλεγαν πως έχω δίωρα κενό εγώ πήγαινα στο Media Markt που ήταν εκεί δίπλα και έπαιζα Motorstorm και F1 στο PS3;
source:  gameworld.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 14:09:14 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.118.186.169