lemma:> | βαβουροπατάτας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις βαβούρα + πατάτα. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι χοντρός και επιδιώκει φασαρίες. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Τα προβλήματά μου ξεκίνησαν πριν κάνα μήνα όταν είδα από μακριά ένα δημοτομπατσοβανάκι να έχει σταθμεύσει δίπλα στο αμάξι μου έτοιμο να κόψει κλήση. Ένας βαζιβουζούκος και ένας βαβουροπατάτας στεκόταν δίπλα στο πειραγμένο μου το αυτοκίνητο, έτοιμοι για δράση. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 18:24:33 PM |
author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |