lemma:> | κάνει νύστα |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | - |
meaning: | Από το "κάνει κρύο ή εγώ κρυώνω;" έχει προκύψει κατά αναλογία η φράση "κάνει νύστα ή εγώ νυστάζω;" η οποία συντομεύτηκε σε "κάνει νύστα" και δηλώνει την υπερβολική νύστα που νιώθει ο ομιλητής. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Επίσης, έχω ένα HD βιντεάκι με την ομίχλη να ταλαντώνεται σαν κυματισμός πάνω από το λεκανοπέδιο, αλλά αυτό αύριο καθότι τώρα κάνει νύστα. Καλό ξημέρωμα! |
source: | hellasweather.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:15:54 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |