ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  βαράω ενέσεις
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  

 Έχω αγανακτήσει με κάτι, δεν το αντέχω, μου τη δίνει.

 

thematic category:  -
synonyms:  βαράω ενέσεις, βαράω τσίτες
opposites:  

-

examples of use:  

1) Έχω τρελαθεί και θα αρχίσω να βαράω ενέσεις, αγαπητέ αναγνώστη.

2) - Πώς είναι ο χειμώνας στο χωριό; - Είναι να βαράς ενέσεις.

source:  

1)  http://www.market-talk.net

2)  http://greekargo.blogspot.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  30-04-2014 18:35:17 PM
author:  ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER β - Β

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.138.134.77