lemma:> | βαράω κόφτες |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κατάσταση ακραία, εκτός ελέγχου (όπως όταν μια μηχανή "βαράει κόφτες", φτάνει σε πολύ υψηλές στροφές).
|
thematic category: | - |
synonyms: | _ |
opposites: | _ |
examples of use: | 1) Και εγώ περνούσα από το σπίτι της δικιάς μου και βαρούσα κόφτες. 2) Ο Βασίλης Καρράς βαράει κόφτες κατά τη διάρκεια ενός Live... |
source: |
2) insomnia.gr
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 18:39:31 PM |
author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |