ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  βαράω μια/καμιά παχιά
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  Λέγεται όταν ένα άτομο αυνανίζεται, αυτοϊκανοποιείται ή (μεταφορικά) μαλακίζεται.
thematic category:  -
synonyms:  

-

 

opposites:  -
examples of use:  

1) Η αποχή από το σεξ και το κρέας με έσωσε. Πού και πού βαράω καμιά παχιά όταν δημοσιεύει η Σοφία Βεργκάρα καμία φωτό με μπικίνι στο ινσταγκράμ.

2) Ζήλευε, εγώ αύριο θα τα πίνω στο Μαζωνάκη και εσύ θα βαράς καμιά παχιά..

source:  

1) electricrequiem.com

2) phorum.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  30-04-2014 18:45:12 PM
author:  ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER β - Β

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.91.15