ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  βαράω τιλτ/tilt
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από την αγγλική λέξη tilt (= κλίνω, γέρνω) στα φλιπεράκια και σε σύγχρονα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στο πόκερ κτλ.
meaning:  Χάνω την ψυχραιμία μου, τρελαίνομαι, βγαίνω εκτός εαυτού, μπλοκάρει ή θολώνει το μυαλό μου. Βλ. και τιλτάρω.
thematic category:  -
synonyms:  

τιλτάρω

opposites:  -
examples of use:  Εγώ ήδη βάρεσα τιλτ, δεν μπορώ να δω άλλο, σιχάθηκα το ποδόσφαιρο, τον μουσακά, την μακαρονάδα με σαλτσα και τυρί, τα άντερά μου.
source:  

red-dna.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:04:02 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER β - Β

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 13.58.197.26