ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κλαρινογκόμενα/κλαρινονύφη, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις κλαρίνο και γκόμενα/νύφη.
meaning:  

Χαρακτηρισμός για λαϊκή κοπέλα  η οποία δίνει υπερβολική έμφαση στην εξωτερική της εμφάνιση, την οποία επιδεικνύει για να προσελκύσει τα βλέμματα των ανδρών και να αποκατασταθεί, προβαίνει σε κιτς στιλιστικές επιλογές φορώντας π.χ. στενά και κοντά φορέματα που αναδεικνύουν τις καμπύλες της, επιδίδεται σε προκλητικά κουνήματα στα κλαμπ που συχνάζει για να αποσπά φτηνιάρικα κομπλιμέντα και κεράσματα και επιδιώκει διακαώς την αύξηση των likes στις selfies που ανεβάζει στο facebook. 

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

Αν θεωρείς ότι εδώ που φτάσαμε το κριτήριο για το πώς πάει η οικονομία είναι αν η κλαρινογκόμενα έχει λεφτά για να πάει να κουνηθεί στο κουραδόμπαρο της ιδιαίτερης πατρίδας της κάνοντας αφορολόγητο λογαριασμό 500 ευρώ σε σφηνάκια από λιγούρια όπως έκανε τα τελευταία 10-15 (βαριά) χρόνια, πες το να γελάσουμε.

source:  phorum.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:45:31 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.220.106.241