ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  βαράω τσίτες
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Η λέξη τσίτα (πιθανόν τουρκικής προέλευσης κατά το "Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής) χρησιμοποιείται στο γενικό λεξιλόγιο στη φράση "στην τσίτα" = σε κατάσταση έντασης".
meaning:  

Έχω τα νεύρα μου, είμαι πολύ τσιτωμένος, αγχωμένος κτλ.

 

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  

-

examples of use:  

1) Τα ίδια, κάκιστη ψυχολογία, βαράω τσίτες πολλές από χτες...

2) Δεν έχω σκοπό να βαράω επί ώρες τσίτες με τον καινούριο υπολογιστή μου.

source:  

1) streetbassclub.gr

2) e-psychology.gr/forum

linguistic classification:  -
registered in dbase:  30-04-2014 18:56:01 PM
author:  ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER β - Β

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.15.22.163