| λήμμα:> | ταπαίρνογλου, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τη φράση τα παίρνει (= δωροδοκείται) και το επίθημα -ογλου επωνύμων όπως "Παπάζογλου". |
| σημασία: | Αυτός που παίρνει αμοιβή για παράνομη εκδούλευση, που δωροδοκείται. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δε βγαίνουν στην δημοσιότητα όλα αυτά. Μήπως κάθε φορά που ετοιμάζεται κάποιος να τα πει τον προλαβαίνουν οι δοσάκηδες και τον κάνουν ταπαίρνογλου; |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 13:24:29 PM |
| συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |