ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 88 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [987] τα κάνω πουτάνα [656]
τα κάνω τούμπανο [622] τα κάνω τσουρέκια [603]
τα σκεύη μου [596] ταλιροφονιάς, ο [612]
ταμελέ [650] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [708]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [613] ταπαίρνογλου, ο [614]
ταπηροκρανίαση, η [631] τελικιάζω [644]
τελίκιασμα, το [617] τζαμάουα [996]
τζαμάρω [644] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [676]
τζίζας [757] τηγκανά [633]
την άκουσα (στέρεο) [662] την έχω πιστέψει (κάτι)... [626]
την πούλεψα [656] τι να κλάσει; [621]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [690] τι στον πέο/πούτσο; [627]
τιλτάρω [739] το ψήνω / ψήνομαι (να) [629]
τον ήπια [764] τον/την/το ακουμπάω [609]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [602] του μουνιού το πανηγύρι... [680]
τουμπανέιρο [647] τουμπανιάρης, -α, -ικο [646]
τούμπανο [766] τουμπεκιάζω [680]
τουμπεκιστάν [648] τρανσιά, η [579]
τραπεζάτο, το [612] τρασίλα, η [579]
τρελά γκάζια [726] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [604]
τρέλειος, -α, -ο [604] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [538]
τρεντάκιας, ο [612] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [610]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [639] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [600]
τρολάρω/τρολιάζω [737] τρομπαδούρος, ο [738]
τροχόμπατσος, ο [595] τρώω άκυρο [608]
τρώω γείωση [625] τρώω μπαν/ban [641]
τρώω ντιλίτ/delete [612] τρώω σαβούρα [713]
τρώω φρίκη [602] τρώω χι [633]
τσάγια [549] τσάπι(ν)γκ, το [633]
τσαπού, η [724] τσιλάρω [730]
τσίου [569] τσουλέ [676]
τυροβρομίκουλας, ο [617]


 

 
Copyright © 2014-2025
 

 

Σύνδεση με IP: 216.73.216.186