ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 88 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [947] τα κάνω πουτάνα [624]
τα κάνω τούμπανο [587] τα κάνω τσουρέκια [571]
τα σκεύη μου [560] ταλιροφονιάς, ο [576]
ταμελέ [615] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [667]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [582] ταπαίρνογλου, ο [581]
ταπηροκρανίαση, η [599] τελικιάζω [612]
τελίκιασμα, το [584] τζαμάουα [936]
τζαμάρω [613] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [639]
τζίζας [712] τηγκανά [597]
την άκουσα (στέρεο) [627] την έχω πιστέψει (κάτι)... [583]
την πούλεψα [609] τι να κλάσει; [587]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [648] τι στον πέο/πούτσο; [593]
τιλτάρω [701] το ψήνω / ψήνομαι (να) [590]
τον ήπια [714] τον/την/το ακουμπάω [572]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [568] του μουνιού το πανηγύρι... [645]
τουμπανέιρο [610] τουμπανιάρης, -α, -ικο [614]
τούμπανο [719] τουμπεκιάζω [641]
τουμπεκιστάν [615] τρανσιά, η [546]
τραπεζάτο, το [581] τρασίλα, η [544]
τρελά γκάζια [672] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [565]
τρέλειος, -α, -ο [570] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [506]
τρεντάκιας, ο [572] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [581]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [604] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [564]
τρολάρω/τρολιάζω [692] τρομπαδούρος, ο [691]
τροχόμπατσος, ο [561] τρώω άκυρο [575]
τρώω γείωση [591] τρώω μπαν/ban [610]
τρώω ντιλίτ/delete [574] τρώω σαβούρα [660]
τρώω φρίκη [567] τρώω χι [598]
τσάγια [514] τσάπι(ν)γκ, το [585]
τσαπού, η [676] τσιλάρω [692]
τσίου [532] τσουλέ [639]
τυροβρομίκουλας, ο [584]


 

 
Copyright © 2014-2025
 

 

Σύνδεση με IP: 216.73.216.114