ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 85 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [489] τα κάνω πουτάνα [218]
τα κάνω τούμπανο [163] τα κάνω τσουρέκια [168]
τα σκεύη μου [153] ταλιροφονιάς, ο [174]
ταμελέ [198] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [256]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [169] ταπαίρνογλου, ο [172]
ταπηροκρανίαση, η [200] τελικιάζω [193]
τελίκιασμα, το [179] τζαμάουα [345]
τζαμάρω [184] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [205]
τζίζας [282] τηγκανά [186]
την άκουσα (στέρεο) [201] την έχω πιστέψει (κάτι)... [180]
την πούλεψα [199] τι να κλάσει; [166]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [192] τι στον πέο/πούτσο; [177]
τιλτάρω [305] το ψήνω / ψήνομαι (να) [178]
τον ήπια [192] τον/την/το ακουμπάω [171]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [168] του μουνιού το πανηγύρι... [204]
τουμπανέιρο [169] τουμπανιάρης, -α, -ικο [206]
τούμπανο [238] τουμπεκιάζω [212]
τουμπεκιστάν [223] τρανσιά, η [158]
τραπεζάτο, το [185] τρασίλα, η [112]
τρελά γκάζια [159] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [164]
τρέλειος, -α, -ο [163] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [151]
τρεντάκιας, ο [166] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [168]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [189] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [163]
τρολάρω/τρολιάζω [262] τρομπαδούρος, ο [187]
τροχόμπατσος, ο [166] τρώω άκυρο [177]
τρώω γείωση [161] τρώω μπαν/ban [163]
τρώω ντιλίτ/delete [161] τρώω σαβούρα [171]
τρώω φρίκη [168] τρώω χι [170]
τσάγια [163] τσάπι(ν)γκ, το [174]
τσαπού, η [161] τσιλάρω [310]
τσίου [171] τσουλέ [193]
τυροβρομίκουλας, ο [178]


 

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.17.152.183