ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  τελίκιασμα, το
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  

Από το ρήμα τελικιάζω.

 

σημασία:  

Το να "τελικιάσει" κάποιος ή κάτι, να έχει φτάσει στο ανώτατο όριο.

θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  

1) Είναι σύνηθες να παρασυρθεί κάποιος να κυνηγήσει την ταχύτητα πιστεύοντας πως το "τελίκιασμα" της τεχνικής είναι ο αυτοσκοπός της εξάσκησης στην κιθάρα…

2) Σήμερα το νιντζάκι έφαγε το πρώτο του τελίκιασμα. Και όταν λέω τελίκιασμα εννοώ ο δείκτης να είναι κολλημένος στα 170 χλμ/ω (και για αρκετές φορές, όχι μόνο μία δύο). 

προέλευση:  

1) kawasaki-bikers.gr

2) forum.kithara.gr

 

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  03-05-2014 14:44:43 PM
συγγραφέας:  Σέργης Γεώργιος

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ τ - Τ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.191.13.255