λήμμα:> | τελίκιασμα, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα τελικιάζω.
|
σημασία: | Το να "τελικιάσει" κάποιος ή κάτι, να έχει φτάσει στο ανώτατο όριο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Είναι σύνηθες να παρασυρθεί κάποιος να κυνηγήσει την ταχύτητα πιστεύοντας πως το "τελίκιασμα" της τεχνικής είναι ο αυτοσκοπός της εξάσκησης στην κιθάρα… 2) Σήμερα το νιντζάκι έφαγε το πρώτο του τελίκιασμα. Και όταν λέω τελίκιασμα εννοώ ο δείκτης να είναι κολλημένος στα 170 χλμ/ω (και για αρκετές φορές, όχι μόνο μία δύο). |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 14:44:43 PM |
συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |