λήμμα:> | δημόμπατσος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις δήμος και μπάτσος. |
σημασία: | Υπάλληλος Δημοτικής Αστυνομίας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δημόμπατσος, wannabe μπάτσος που τελικά κόβει κλήσεις και γουστάρει. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 20:22:07 PM |
συγγραφέας: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |