λήμμα:> | βυζόμπαλο, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις βυζί και μπάλα. |
σημασία: | Το γυναικείο στήθος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Σφικτά και σφριγηλά μένουν τα "ελεύθερα" βυζόμπαλα που δεν φορούν σουτιέν!
|
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 19:50:12 PM |
συγγραφέας: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |