βαβουροπατάτας, ο [461] | βαράω ενέσεις [369] |
βαράω κόφτες [658] | βαράω μια/καμιά παχιά [458] |
βαράω τιλτ/tilt [410] | βαράω τσίτες [442] |
βλακαμάς, ο [427] | βλακόβλακας, ο [379] |
βρόντακας, ο [391] | βυζοθήκη, η [413] |
βυζόμπαλο, το [558] | βυζοχαράδρα, η [427] |