λήμμα:> | τρώω σαβούρα |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Με τη σημασία "γκρεμοτσακίζομαι" αναφέρεται βορειοελλαδίτικη παραλλαγή σαβούρτα στο http://lexilogia.gr/forum/archive/index.php/t-3568.html. |
σημασία: | Για κάποιον που γλιστράει, συνήθως από δίκυκλο ή ποδήλατο, και πέφτει θεαματικά στο έδαφος, φαρδύς πλατύς. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αγοράζω οικόπεδο |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Έφαγα σαβούρα με το λάπτοπ στα χέρια. Παίζει από μέσα μου να φώναξα 100 φορές "ας σπάσει το κεφάλι, όχι η οθόνη". |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 22:10:28 PM |
συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |