| λήμμα:> | τζίζας |
| μέρος του λόγου:> | Επίρρημα |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη Jesus (Χριστός). |
| σημασία: | Χρησιμοποιείται στη θέση της επιφωνηματικής φράσης «Χριστέ μου». |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | ο-μι-τζι/ομιτζί |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Οι γυναικείες τουαλέτες είναι τραγικά βρόμικες. Τράβα καζανάκι, μαρή. Τζίζας δηλαδή! |
| προέλευση: | storify.com |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 11:04:13 AM |
| συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |