| λήμμα:> | τον/την/το ακουμπάω |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Γαμάω (κυριολεκτικά και μεταφορικά). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Αυτόν τον μήνα, με το συμπάθιο, μας τον ακουμπήσανε αφού ήρθε λογαριασμός 189 ευρώ. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 11:58:49 AM |
| συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |