λήμμα:> | τον ήπια |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Λέγεται όταν παθαίνει κανείς μεγάλη ζημιά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | την πούλεψα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Η εταιρία μάς είχε στείλει μια επιστολή που έλεγε ότι και καλά θα κάνει τα πάντα για να μη μειωθεί ο μισθός και τώρα τον ήπιαμε. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 12:03:03 PM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |