| λήμμα:> | τουμπανιάρης, -α, -ικο |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη τούμπανο και το επίθημα -ιάρης. |
| σημασία: | Πολύ γυμνασμένος και μυώδης. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Τρέχω στην παραλία τουμπανιάρης κ αγέρωχος, ... |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 08-05-2014 17:30:53 PM |
| συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |