λήμμα:> | το ψήνω / ψήνομαι (να) |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Σκέφτομαι σοβαρά να κάνω κάτι. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Ωραίο το τάμπλετ. Ψήνομαι να το πάρω. 2) Αν το ψήνεις να φέρεις κάτι από το εξωτερικό (Γερμανία) θα σου πρότεινα αυτό. |
προέλευση: | 1) techblog.gr 2) insomnia.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:38:37 AM |
συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |