| λήμμα:> | τρανσιά, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη trance (είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής). |
| σημασία: | Κομμάτι μουσικής trance. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ήμουν λοιπόν στη συναυλία, έπαιζε μια υπέροχη τρανσιά και δίπλα μου βρέθηκε και χόρευε ένα πολύ ωραίο παιδί. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:42:01 AM |
| συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |