| λήμμα:> | τραπεζάτο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη τραπέζι και το επίθημα -άτο. |
| σημασία: | Το σεξ πάνω στο τραπέζι. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Σε περιπτύξεις η κυρία με τον εραστή της. Tο κάνανε τραπεζάτο. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 09-05-2014 10:43:20 AM |
| συγγραφέας: | Σωτηροπούλου Όλγα |