λήμμα:> | δεν την παλεύω κάστανο/μία |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | - |
σημασία: | Για κατάσταση που δεν αντέχει καθόλου κάποιος. (Η λέξη "κάστανο" από τη σημασία στη φράση "δεν τρέχει κάστανο".) |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | δεν την παλούλου (καθολούλου) |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Και η φάση είναι ότι εγώ δεν την παλεύω στα αλήθεια εκεί μέσα (έκανα 1,5 μήνα), ξέρω τον χαρακτήρα μου... ή θα σκοτώσω κανέναν ή θα φουντάρω, δεν την παλεύω κάστανο εκεί μέσα. |
προέλευση: | omhroi.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 10-05-2014 12:51:42 PM |
συγγραφέας: | Βαλσαμή Αργυρώ |