λήμμα:> | τροχόμπατσος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις τροχαία και μπάτσος. |
σημασία: | Ο αστυνομικός της τροχαίας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Mε σταμάτησε το πρωί τροχόμπατσος. Στο ένα χέρι κρατούσα το κινητό και στο άλλο μια μπουγάτσα. |
προέλευση: | facebook.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 17-07-2014 10:54:24 AM |
συγγραφέας: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |